- προκατασφαλίσασθαι
- πρό , κατά-ἀσφαλίζομαιaor inf mpπρό , κατά-ἀσφαλίζωfortifyaor inf midπρό , κατά-σφαλίζωfetteraor inf midπρό-κατασφαλίζομαιfortifyaor inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκατασφαλίζομαι — Μ εξασφαλίζω κάτι προηγουμένως («τὰ κατὰ τὸν Ρομπέρτον προκατασφαλίσασθαι», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασφαλίζομαι «ασφαλίζω, εξασφαλίζω»] … Dictionary of Greek